πανοικεσίᾳ

πανοικεσίᾳ
πᾰνοικ-εσίᾳ, Adv.
A with all the household, Th.2.16, 3.57, Antipho Soph.108, D.H.7.18, PLond.2.479.4 (iii A. D.), etc.:—also [suff] πᾰνοικ-ησίᾳ, Max.Tyr.19.1, Sammelb.6267.18 (iii A. D.), v.l. in Th.3.57.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανοικεσίᾳ — with all the household indeclform (adverb) πανοικησίᾳ with all the household indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοικεσία — και πανοικησίᾳ Α επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια, οικογενειακώς («πανοικεσίᾳ τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῡντο», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. *πανοικεσία < παν * + οικεσία (< θ. οἰκέτ τού οἰκέτ ης με… …   Dictionary of Greek

  • πανοικεσίαι — πανοικεσίᾳ , πανοικεσίᾳ with all the household indeclform (adverb) πανοικεσίᾳ , πανοικησίᾳ with all the household indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανοικησία — Α επίρρ. βλ. πανοικεσίᾳ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”